- πέμψις
- (-εως) η посылка, отправление (действие)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέμψις — πέμψῑς , πέμψις sending fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πέμψις sending fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμψιν — πέμψις sending fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμψιος — πέμψις sending fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμψει — πέμπω send aor subj act 3rd sg (epic) πέμπω send fut ind mid 2nd sg πέμπω send fut ind act 3rd sg πέμψις sending fem nom/voc/acc dual (attic epic) πέμψεϊ , πέμψις sending fem dat sg (epic) πέμψις sending fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμψη — η / πέμψις, ΝΑ [πέμπω] 1. η ενέργεια τού πέμπω, αποστολή, στάλσιμο («ἀπὸ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἡ πέμψις τῶν νικητηρίων» θριαμβευτική πομπή … Dictionary of Greek
πέμψεις — πέμπω send aor subj act 2nd sg (epic) πέμπω send fut ind act 2nd sg πέμψις sending fem nom/voc pl (attic epic) πέμψις sending fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πέψιμο — το, Ν το να στέλνει κάποιος κάποιον ή κάτι κάπου, η αποστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεμψ τού πέμπω (πρβλ. πέμψις) + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο) με αποβολή τού μ προ τού ψ ] … Dictionary of Greek
πέμψ' — πέμψα , πέμπω send aor ind act 1st sg (epic ionic) πέμψε , πέμπω send aor ind act 3rd sg (epic ionic) πέμψαι , πέμπω send aor imperat mid 2nd sg πέμψαι , πέμπω send aor inf act πέμψι , πέμψις sending fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμψεως — πέμψεω̆ς , πέμψις sending fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμψηι — πέμψῃ , πέμπω send aor subj mid 2nd sg πέμψῃ , πέμπω send aor subj act 3rd sg πέμψῃ , πέμπω send fut ind mid 2nd sg πέμψις sending fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)